διαφθορεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διαφθορεύς | οἱ | διαφθορεῖς - διαφθορῆς* |
γενική | τοῦ | διαφθορέως | τῶν | διαφθορέων |
δοτική | τῷ | διαφθορεῖ | τοῖς | διαφθορεῦσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | διαφθορέᾱ | τοὺς | διαφθορέᾱς |
κλητική ὦ! | διαφθορεῦ | διαφθορεῖς - διαφθορῆς* | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαφθορῆ1 ή διαφθορεῖ2 | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαφθορέοιν | ||
* αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαφθορεύς < διαφθείρ(ω) + -εύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαφθορεύς, -έως αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- διαφθορεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαφθορεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.