↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαφθορεύς οἱ διαφθορεῖς - διαφθορῆς*
      γενική τοῦ διαφθορέως τῶν διαφθορέων
      δοτική τῷ διαφθορεῖ τοῖς διαφθορεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν διαφθορέ τοὺς διαφθορέᾱς
     κλητική ! διαφθορεῦ διαφθορεῖς - διαφθορῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαφθορ1 ή διαφθορεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  διαφθορέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαφθορεύς < διαφθείρ(ω) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαφθορεύς, -έως αρσενικό