corrupteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corrupteur | corrupteurs |
θηλυκό | corruptrice | corruptrices |
corrupteur (fr)
- αυτός που διαφθείρει κάποιον, που τον « εξαγοράζει », ο διαφθορέας
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | corrupteur | corrupteurs |
θηλυκό | corruptrice | corruptrices |
corrupteur (fr)
- που διαφθείρει ηθικά κάποιον
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη corruption