corruption
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
corruption (en)
- η διαφθορά, ο χρηματισμός, η δωροδοκία
- η αλλοίωση
- ↪ (πληροφορική) data corruption - αλλοίωση (καταστροφή) δεδομένων
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
corruption | corruptions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
corruption (fr) θηλυκό
- η διαφθορά
- η δωροδοκία
- η εκμαυλισμός
- o χρηματισμός
- η εξαχρείωση