διαφθορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- διαφθορά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαφθορά < διαφθείρω < διά + φθείρω. Μορφολογικά, δια-, φθορά
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði̯a.fθoˈɾa/ & /ðʝa.fθoˈɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐φθο‐ρά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διαφθορά θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαφθείρω
- η βιωμένη (ιδίως σεξουαλική) ανηθικότητα
- η καταπάτηση της ηθικής, των γραπτών ή άγραφων νόμων, κατά τρόπο συστηματικό, και ιδίως η δωροδόκηση (κρατικών) λειτουργών ή υπαλλήλων
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαφθορά
|