korupto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korupto | koruptoj |
αιτιατική | korupton | koruptojn |
korupto (eo)
- η διαφθορά
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | korupto | koruptoj |
αιτιατική | korupton | koruptojn |
korupto (eo)