Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανηθικότητα οι ανηθικότητες
      γενική της ανηθικότητας των ανηθικοτήτων
    αιτιατική την ανηθικότητα τις ανηθικότητες
     κλητική ανηθικότητα ανηθικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανηθικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀνηθικότης < ανήθικος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανηθικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κανείς ανήθικος
    η ανηθικότητα αυτού του ανθρώπου έχει ξεπεράσει κάθε όριο
  2. η έλλειψη ηθικής
    η ανηθικότητα των πράξεών σου με αφήνει άναυδο
  3. ενέργεια που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικής
    αυτό που έκανες ήταν ανηθικότητα

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη ήθος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία