ενικός         πληθυντικός  
turpitude turpitudes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

turpitude (fr) θηλυκό

  1. αισχρότητα
  2. αισχρά γραπτά ή πράξεις ή λόγια

Συγγενικά

επεξεργασία