ἀνηθικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀνηθικότης | αἱ | ἀνηθικότητες | ||||
γενική | τῆς | ἀνηθικότητος | τῶν | ἀνηθικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἀνηθικότητι | ταῖς | ἀνηθικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀνηθικότητα | τὰς | ἀνηθικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἀνηθικότης | ἀνηθικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἀνηθικότης θηλυκό