φθορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φθορά | οι | φθορές |
γενική | της | φθοράς | των | φθορών |
αιτιατική | τη | φθορά | τις | φθορές |
κλητική | φθορά | φθορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φθορά < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφθορά θηλυκό
- η σταδιακή υλική ζημιά
- ⮡ ένας προσεκτικός έλεγχος έδειξε τις φθορές που έχουν υποστεί οι καλωδιώσεις με το πέρασμα του χρόνου
- η σταδιακή μείωση της σημασίας ή του κύρους.
- ⮡ η φθορά των ηθών στην κοινωνία της αρχαίας Κορίνθου ήταν πολύ μεγάλη
- ※ Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)
- ⮡ πολλές φορές, για τη φθορά των συνειδήσεων, χρησιμοποιείται η προπαγάνδα
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φθορά
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φθορά < από το θέμα φθορ- του φθείρω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἡ φθορά τῆς φθορᾶς (και ἡ φθορή)
- καταστροφή, ερείπωση, θάνατος από λοιμό
- Ἰλίου φθοράς : η καταστροφή του Ιλίου
- τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι : δεν αναφέρεται ποτέ άλλοτε τέτοιος λοιμός και θνησιμότητα
- βιασμός, ξελόγιασμα
- δοῦναι δίκας ὑπὲρ τῆς φθορᾶς τῶν παρθένων
- αποβολή ή άμβλωση
- φθορά τοῦ ἐμβρύου
- ανάμιξη χρωμάτων
- τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι
Συνώνυμα
επεξεργασία- ὁ φθόρος
Συγγενικά
επεξεργασία- ὁ φθορεύς (διαφθορέας)
- ὁ ἡ φθόριος, το φθόριον (φονικός, καταστρεπτικός, αυτός που προκαλεί αποβολή του εμβρύου)