↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φθορά οι φθορές
      γενική της φθοράς των φθορών
    αιτιατική τη φθορά τις φθορές
     κλητική φθορά φθορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φθορά < αρχαία ελληνική φθορά < φθείρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φθορά θηλυκό

  1. η σταδιακή υλική ζημιά
    • ⮡  ένας προσεκτικός έλεγχος έδειξε τις φθορές που έχουν υποστεί οι καλωδιώσεις με το πέρασμα του χρόνου
  2. η σταδιακή μείωση της σημασίας ή του κύρους.
    • ⮡  η φθορά των ηθών στην κοινωνία της αρχαίας Κορίνθου ήταν πολύ μεγάλη
    ※  Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)
    • ⮡  πολλές φορές, για τη φθορά των συνειδήσεων, χρησιμοποιείται η προπαγάνδα


  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φθορά < από το θέμα φθορ- του φθείρω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φθορά τῆς φθορᾶς (και ἡ φθορή)

  1. καταστροφή, ερείπωση, θάνατος από λοιμό
    Ἰλίου φθοράς : η καταστροφή του Ιλίου
    τοσοῦτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῦ ἐμνημονεύετο γενέσθαι : δεν αναφέρεται ποτέ άλλοτε τέτοιος λοιμός και θνησιμότητα
  2. βιασμός, ξελόγιασμα
    δοῦναι δίκας ὑπὲρ τῆς φθορᾶς τῶν παρθένων
  3. αποβολή ή άμβλωση
    φθορά τοῦ ἐμβρύου
  4. ανάμιξη χρωμάτων
    τὰς μίξεις τῶν χρωμάτων οἱ ζωγράφοι φθορὰς ὀνομάζουσι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία