κυβερνών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυβερνών & κυβερνώντας |
η | κυβερνώσα | το | κυβερνών |
γενική | του | κυβερνώντος & κυβερνώντα |
της | κυβερνώσας & κυβερνώσης* |
του | κυβερνώντος |
αιτιατική | τον | κυβερνώντα | την | κυβερνώσα | το | κυβερνών |
κλητική | κυβερνών & κυβερνώντα |
κυβερνώσα | κυβερνών | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυβερνώντες | οι | κυβερνώσες | τα | κυβερνώντα |
γενική | των | κυβερνώντων | των | κυβερνωσών | των | κυβερνώντων |
αιτιατική | τους | κυβερνώντες | τις | κυβερνώσες | τα | κυβερνώντα |
κλητική | κυβερνώντες | κυβερνώσες | κυβερνώντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -ῶσα, -ῶν από συναίρεση -άων, -άουσα, -άον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'κυβερνών', Κατηγορία όπως «κυβερνών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβερνών < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κυβερνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυβερνῶν μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κυβερνῶ, συνηρημένου τύπου του κυβερνάω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ci.veɾˈnon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐βερ‐νών}
Μετοχή επεξεργασία
κυβερνών, -ώσα, -ών
- (λόγιο) που κυβερνά
- ↪ η κυβερνώσα παράταξη
- ↪ το κυβερνών κόμμα είναι συνήθως πλειοψηφούν στις εκλογές
- (ως ουσιαστικό) οι κυβερνώντες: αυτοί που κυβερνούν, η κυβέρνηση
Άλλες μορφές επεξεργασία
- κυβερνώντας (με νεότερες καταλήξεις)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβερνών
Πηγές επεξεργασία
- κυβερνών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας