↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφισβήτηση οι αμφισβητήσεις
      γενική της αμφισβήτησης* των αμφισβητήσεων
    αιτιατική την αμφισβήτηση τις αμφισβητήσεις
     κλητική αμφισβήτηση αμφισβητήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφισβητήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφισβήτηση < αρχαία ελληνική ἀμφισβήτησις < ἀμφισβητέω / ἀμφισβητῶ < ἀμφίς + βαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αμφισβήτηση θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία