αμφισβήτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμφισβήτηση | οι | αμφισβητήσεις |
γενική | της | αμφισβήτησης* | των | αμφισβητήσεων |
αιτιατική | την | αμφισβήτηση | τις | αμφισβητήσεις |
κλητική | αμφισβήτηση | αμφισβητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφισβητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αμφισβήτηση < αρχαία ελληνική ἀμφισβήτησις < ἀμφισβητέω / ἀμφισβητῶ < ἀμφίς + βαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμφισβήτηση θηλυκό
- η διαφωνία, η αντίρρηση σε κάτι, η έκφραση αντίθετης άποψης ή αμφιβολιών
- ※ Η ταχεία φθορά του κυβερνώντος κόμματος, που μετά την επάνοδό του στην εξουσία φάνηκε να ακολουθεί μια «χαμηλή πτήση» και μια μάλλον «άνευρη πολιτική», αναμενόμενη ή όχι μέσα σε ένα κλίμα ανοικτών πια αμφισβητήσεων και εντεινόμενης «διαδοχολογίας» αλλά και των προβλημάτων της υγείας του (πρωθυπουργού) (Αντώνης Μακρυδημήτρης, Οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος: 1828-1997, Ελλάδα, εκδ. Ι. Σιδέρης, 1997, σελ. 276)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αμφισβήτηση