Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ἀμφισβητῶ < ἀμφισβητέω-ῶ


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ἀμφισβητῶ