ἀμφισβητῶ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀμφισβητῶ < ἀμφισβητέω-ῶ
- το μονοτονικό αμφισβητώ στην πολυτονική γραφή που ίσχυσε από τους ελληνιστικούς χρόνους μέχρι το 1982
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαἀμφισβητῶ
- συνηρημένος τύπος του ἀμφισβητέω