ἀμφισβητέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀμφισβητέω και συνηρημένο ἀμφισβητῶ ιωνικός τύπος ἀμφισβατέω
- διαφωνώ, αμφισβητώ
- σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι (Ο Αισχίνης αμφισβητώντας τον ανδρισμό του Δημοσθένη στο Παραπρεσβειών)
- φιλονικώ
- (μέσο) είμαι το αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνίας
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- το ρήμα παίρνει και εσωτερική και εξωτερική αύξηση (π.χ. ἠμφεσβητήθην)