Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφισβητέω < ἀμφίς + βη (<βαίνω) + πρόσφυμα τ + -έω

ἀμφισβητέω και συνηρημένο ἀμφισβητῶ ιωνικός τύπος ἀμφισβατέω

  1. διαφωνώ, αμφισβητώ
    σὺ δὲ ἀμφισβητῶν ἀνὴρ εἶναι (Ο Αισχίνης αμφισβητώντας τον ανδρισμό του Δημοσθένη στο Παραπρεσβειών)
  2. φιλονικώ
  3. (μέσο) είμαι το αντικείμενο αμφισβήτησης, διαφωνίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • το ρήμα παίρνει και εσωτερική και εξωτερική αύξηση (π.χ. ἠμφεσβητήθην)