ιωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ιωνικός | η | ιωνική | το | ιωνικό |
γενική | του | ιωνικού | της | ιωνικής | του | ιωνικού |
αιτιατική | τον | ιωνικό | την | ιωνική | το | ιωνικό |
κλητική | ιωνικέ | ιωνική | ιωνικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ιωνικοί | οι | ιωνικές | τα | ιωνικά |
γενική | των | ιωνικών | των | ιωνικών | των | ιωνικών |
αιτιατική | τους | ιωνικούς | τις | ιωνικές | τα | ιωνικά |
κλητική | ιωνικοί | ιωνικές | ιωνικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ιωνικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἰωνικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.o.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐ω‐νι‐κός
- ομόηχο: ιονικός
Επίθετο
επεξεργασίαιωνικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με τους Ίωνες και την Ιωνία
- ↪ ιωνικά παράλια
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) που σχετίζεται με τον ιωνικό ρυθμό
- ↪ ιωνικός ναός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ιωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας