αμφιλογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφιλογία < αρχαία ελληνική ἀμφιλογία < ἀμφίλογος < ἀμφί + λέγω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμφιλογία θηλυκό
- λέξη ή έκφραση αμφίσημη, με διφορούμενη σημασία, που μπορεί να ερμηνευτεί με δύο διαφορετικούς τρόπους, ενίοτε αντιφατικούς
- ≈ συνώνυμα: αμφισημία
- ≠ αντώνυμα: ακριβολογία
- αντιλογία
- ≈ συνώνυμα: αμφισβήτηση, διαφωνία
- ≠ αντώνυμα: συμφωνία