Δείτε επίσης: ἀμφι-, αμφι-

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμφί < ἀμφοῖν / ἀμφότεροι < ονομαστική, αιτιατική ἄμφω, γενική, δοτική ἀμφοῖν,

(στον Όμηρο μόνο ἄμφω στην ονομαστική και αιτιατική)

ἀμφί

  • (και ἀμφίς) (τριγύρω) ολόγυρα, και από τις δύο πλευρές