Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dispute disputes

dispute (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αμφισβήτηση, η διαμάχη, η διαφωνία
    ⮡  It’s beyond/past dispute.
    Είναι πέρα/έξω από κάθε αμφισβήτηση.
    ⮡  religious disputes - θρησκευτικές διαμάχες
    ⮡  family disputes - οικογενειακές διαφωνίες
ενεστώτας dispute
γ΄ ενικό ενεστώτα disputes
αόριστος disputed
παθητική μετοχή disputed
ενεργητική μετοχή disputing

dispute (en)

  1. (μεταβατικό) αμφισβητώ αν κάτι είναι αληθινό ή νομικά ή επίσημα δεκτό
    ⮡  This fact is disputed.
    Το γεγονός αυτό είναι αμφισβητούμενο.
    ⮡  They disputed the election results/the will.
    Αμφισβήτησαν το εκλογικό αποτέλεσμα/τη διαθήκη.
     συνώνυμα:  challenge και contest
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ, λογομαχώ
    ⮡  Nothing will come from disputing with him.
    Δε βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
    ⮡  They are still disputing the topic.
    Ακόμα συζητάνε το θέμα.
    ⮡  They disputed wildly and after started swinging at each other.
    Λογομάχησαν άγρια ​​και μετά ήρθαν στα χέρια.
  3. (μεταβατικό) διεκδικώ, παλεύω για να έχω τον έλεγχο σε κάτι ή για να κερδίσω κάτι
    ⮡  Our team disputed the victory until the last minute of the game.
    Η ομάδα μας διεκδίκησε τη νίκη ως το τελευταίο λεπτό του αγώνα.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dispute disputes

dispute (fr) θηλυκό