dispute
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | dispute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disputes |
αόριστος | disputed |
παθητική μετοχή | disputed |
ενεργητική μετοχή | disputing |
dispute (en)
- (μεταβατικό) αμφισβητώ αν κάτι είναι αληθινό ή νομικά ή επίσημα δεκτό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ, λογομαχώ
- ⮡ Nothing will come from disputing with him.
- Δε βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
- ⮡ They are still disputing the topic.
- Ακόμα συζητάνε το θέμα.
- ⮡ They disputed wildly and after started swinging at each other.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ⮡ Nothing will come from disputing with him.
- (μεταβατικό) διεκδικώ, παλεύω για να έχω τον έλεγχο σε κάτι ή για να κερδίσω κάτι
- ⮡ Our team disputed the victory until the last minute of the game.
- Η ομάδα μας διεκδίκησε τη νίκη ως το τελευταίο λεπτό του αγώνα.
- ⮡ Our team disputed the victory until the last minute of the game.