dispute
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dispute | disputes |
dispute (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η αμφισβήτηση, η διαμάχη, η διαφωνία
- ⮡ It’s beyond/past dispute.
- Είναι πέρα/έξω από κάθε αμφισβήτηση.
- ⮡ religious disputes - θρησκευτικές διαμάχες
- ⮡ family disputes - οικογενειακές διαφωνίες
- ⮡ It’s beyond/past dispute.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | dispute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | disputes |
αόριστος | disputed |
παθητική μετοχή | disputed |
ενεργητική μετοχή | disputing |
dispute (en)
- (μεταβατικό) αμφισβητώ αν κάτι είναι αληθινό ή νομικά ή επίσημα δεκτό
- (μεταβατικό και αμετάβατο) συζητώ, λογομαχώ
- ⮡ Nothing will come from disputing with him.
- Δε βγαίνει τίποτα να συζητάς μαζί του.
- ⮡ They are still disputing the topic.
- Ακόμα συζητάνε το θέμα.
- ⮡ They disputed wildly and after started swinging at each other.
- Λογομάχησαν άγρια και μετά ήρθαν στα χέρια.
- ⮡ Nothing will come from disputing with him.
- (μεταβατικό) διεκδικώ, παλεύω για να έχω τον έλεγχο σε κάτι ή για να κερδίσω κάτι
- ⮡ Our team disputed the victory until the last minute of the game.
- Η ομάδα μας διεκδίκησε τη νίκη ως το τελευταίο λεπτό του αγώνα.
- ⮡ Our team disputed the victory until the last minute of the game.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dispute | disputes |
dispute (fr) θηλυκό