Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψιμαχία οι αψιμαχίες
      γενική της αψιμαχίας των αψιμαχιών
    αιτιατική την αψιμαχία τις αψιμαχίες
     κλητική αψιμαχία αψιμαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψιμαχία < αρχαία ελληνική ἁψιμαχία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αψιμαχία θηλυκό

  1. όχι ιδιαίτερα έντονη σύγκρουση αντιπάλων ενόπλων δυνάμεων, μάλλον ασήμαντη σύγκρουση
  2. λογομαχία, φραστικός διαξιφισμός, φιλονικία

  Μεταφράσεις επεξεργασία