λογομαχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λογομαχώ < (ελληνιστική κοινή) λογομαχέω / λογομαχῶ < αρχαία ελληνική λόγος + μάχομαι
Ρήμα
επεξεργασίαλογομαχώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λογομαχώ | λογομαχούσα | θα λογομαχώ | να λογομαχώ | λογομαχώντας | |
β' ενικ. | λογομαχείς | λογομαχούσες | θα λογομαχείς | να λογομαχείς | (λογομάχει) | |
γ' ενικ. | λογομαχεί | λογομαχούσε | θα λογομαχεί | να λογομαχεί | ||
α' πληθ. | λογομαχούμε | λογομαχούσαμε | θα λογομαχούμε | να λογομαχούμε | ||
β' πληθ. | λογομαχείτε | λογομαχούσατε | θα λογομαχείτε | να λογομαχείτε | λογομαχείτε | |
γ' πληθ. | λογομαχούν(ε) | λογομαχούσαν(ε) | θα λογομαχούν(ε) | να λογομαχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λογομάχησα | θα λογομαχήσω | να λογομαχήσω | λογομαχήσει | ||
β' ενικ. | λογομάχησες | θα λογομαχήσεις | να λογομαχήσεις | λογομάχησε | ||
γ' ενικ. | λογομάχησε | θα λογομαχήσει | να λογομαχήσει | |||
α' πληθ. | λογομαχήσαμε | θα λογομαχήσουμε | να λογομαχήσουμε | |||
β' πληθ. | λογομαχήσατε | θα λογομαχήσετε | να λογομαχήσετε | λογομαχήστε | ||
γ' πληθ. | λογομάχησαν λογομαχήσαν(ε) |
θα λογομαχήσουν(ε) | να λογομαχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λογομαχήσει | είχα λογομαχήσει | θα έχω λογομαχήσει | να έχω λογομαχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λογομαχήσει | είχες λογομαχήσει | θα έχεις λογομαχήσει | να έχεις λογομαχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λογομαχήσει | είχε λογομαχήσει | θα έχει λογομαχήσει | να έχει λογομαχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λογομαχήσει | είχαμε λογομαχήσει | θα έχουμε λογομαχήσει | να έχουμε λογομαχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λογομαχήσει | είχατε λογομαχήσει | θα έχετε λογομαχήσει | να έχετε λογομαχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λογομαχήσει | είχαν λογομαχήσει | θα έχουν λογομαχήσει | να έχουν λογομαχήσει |
|