Ετυμολογία

επεξεργασία
λογομαχώ < (ελληνιστική κοινήλογομαχέω / λογομαχῶ < αρχαία ελληνική λόγος + μάχομαι

λογομαχώ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία