λογομάχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λογομάχος αρσενικό
- πρόσωπο που εμπλέκεται, ως ρήτορας, συγγραφέας ή αρθρογράφος, σε έντονες αντιδικίες για διαφορά ζητήματα και έχει την ικανότητα να αναπτύσσει με αποτελεσματικότητα την επιχειρηματολογία του, συνήθως με επιθετικό τόνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
λογομάχος