Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογομάχος οι λογομάχοι
      γενική του λογομάχου των λογομάχων
    αιτιατική τον λογομάχο τους λογομάχους
     κλητική λογομάχε λογομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λογομάχος < λόγος + μάχομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λογομάχος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία