αρθρογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρθρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που γράφει άρθρα στον έντυπο ή τον ηλεκτρονικό τύπο
Συγγενικά επεξεργασία
- αρθρογράφημα
- αρθρογραφία
- αρθρογραφικά
- αρθρογραφικός
- αρθρογραφώ
- → δείτε τις λέξεις άρθρο και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρθρογράφος