• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αρθρογράφος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρθρογράφος οι αρθρογράφοι
      γενική του/της αρθρογράφου των αρθρογράφων
    αιτιατική τον/την αρθρογράφο τους/τις αρθρογράφους
     κλητική αρθρογράφε αρθρογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρθρογράφος < άρθρ(ο) + -ο- + -γράφος (<γράφω)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρθρογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) που γράφει άρθρα στον έντυπο ή τον ηλεκτρονικό τύπο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • αρθρογράφημα
  • αρθρογραφία
  • αρθρογραφικά
  • αρθρογραφικός
  • αρθρογραφώ
  • → δείτε τις λέξεις άρθρο και γράφω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αρθρογράφος
  • αγγλικά : columnist (en), editorialist (en)
  • γαλλικά : éditorialiste (fr), rédacteur (fr), chroniqueur (fr)
  • γερμανικά : Artikelschreiber (de), Kolumnist (de), Journalist (de), Redakteur (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αρθρογράφος&oldid=5457503"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 08:47

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 08:47.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας