Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αρθρογράφος οι αρθρογράφοι
      γενική του/της αρθρογράφου των αρθρογράφων
    αιτιατική τον/την αρθρογράφο τους/τις αρθρογράφους
     κλητική αρθρογράφε αρθρογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρθρογράφος < άρθρ(ο) + -ο- + -γράφος (<γράφω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρθρογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία