Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρθρογραφικός η αρθρογραφική το αρθρογραφικό
      γενική του αρθρογραφικού της αρθρογραφικής του αρθρογραφικού
    αιτιατική τον αρθρογραφικό την αρθρογραφική το αρθρογραφικό
     κλητική αρθρογραφικέ αρθρογραφική αρθρογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρθρογραφικοί οι αρθρογραφικές τα αρθρογραφικά
      γενική των αρθρογραφικών των αρθρογραφικών των αρθρογραφικών
    αιτιατική τους αρθρογραφικούς τις αρθρογραφικές τα αρθρογραφικά
     κλητική αρθρογραφικοί αρθρογραφικές αρθρογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρθρογραφικός < αρθρογράφος + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αρθρογραφικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία