αρθρογραφικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αρθρογραφικά < αρθρογραφικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
αρθρογραφικά
- σε σχέση με την αρθρογραφία ή του αρθρογράφους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αρθρογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αρθρογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αρθρογραφικός