αρθρογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρθρογραφώ < αρθρογράφος + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίααρθρογραφώ
- γράφω άρθρα για τον έντυπο ή ηλεκτρονικό τύπο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αρθρογράφος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρθρογραφώ | αρθρογραφούσα | θα αρθρογραφώ | να αρθρογραφώ | αρθρογραφώντας | |
β' ενικ. | αρθρογραφείς | αρθρογραφούσες | θα αρθρογραφείς | να αρθρογραφείς | (αρθρογράφει) | |
γ' ενικ. | αρθρογραφεί | αρθρογραφούσε | θα αρθρογραφεί | να αρθρογραφεί | ||
α' πληθ. | αρθρογραφούμε | αρθρογραφούσαμε | θα αρθρογραφούμε | να αρθρογραφούμε | ||
β' πληθ. | αρθρογραφείτε | αρθρογραφούσατε | θα αρθρογραφείτε | να αρθρογραφείτε | αρθρογραφείτε | |
γ' πληθ. | αρθρογραφούν(ε) | αρθρογραφούσαν(ε) | θα αρθρογραφούν(ε) | να αρθρογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αρθρογράφησα | θα αρθρογραφήσω | να αρθρογραφήσω | αρθρογραφήσει | ||
β' ενικ. | αρθρογράφησες | θα αρθρογραφήσεις | να αρθρογραφήσεις | αρθρογράφησε | ||
γ' ενικ. | αρθρογράφησε | θα αρθρογραφήσει | να αρθρογραφήσει | |||
α' πληθ. | αρθρογραφήσαμε | θα αρθρογραφήσουμε | να αρθρογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | αρθρογραφήσατε | θα αρθρογραφήσετε | να αρθρογραφήσετε | αρθρογραφήστε | ||
γ' πληθ. | αρθρογράφησαν αρθρογραφήσαν(ε) |
θα αρθρογραφήσουν(ε) | να αρθρογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρθρογραφήσει | είχα αρθρογραφήσει | θα έχω αρθρογραφήσει | να έχω αρθρογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρθρογραφήσει | είχες αρθρογραφήσει | θα έχεις αρθρογραφήσει | να έχεις αρθρογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αρθρογραφήσει | είχε αρθρογραφήσει | θα έχει αρθρογραφήσει | να έχει αρθρογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρθρογραφήσει | είχαμε αρθρογραφήσει | θα έχουμε αρθρογραφήσει | να έχουμε αρθρογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρθρογραφήσει | είχατε αρθρογραφήσει | θα έχετε αρθρογραφήσει | να έχετε αρθρογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αρθρογραφήσει | είχαν αρθρογραφήσει | θα έχουν αρθρογραφήσει | να έχουν αρθρογραφήσει |
|