ενεστώτας write
γ΄ ενικό ενεστώτα writes
αόριστος wrote
παθητική μετοχή written
ενεργητική μετοχή writing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

write (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) γράφω
    ⮡  I will write to him.
    Θα του γράψω.
    ⮡  Half is written numerically as 1/2 or 0.5.
    Το μισό αριθμητικά γράφεται ως 1/2 ή 0,5.
    ⮡  This book is badly written.
    Αυτό το βιβλίο είναι κακά γραμμένο.
  2. γράφω καθ' υπαγόρευση, σημειώνω
    ⮡  He wrote all I said.
    Έγραψα ό,τι είπα.
     συνώνυμα:  jot down, mark down, note, transcribe και write down

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία