transcribe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | transcribe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | transcribes |
αόριστος | transcribed |
παθητική μετοχή | transcribed |
ενεργητική μετοχή | transcribing |
transcribe (en)
- μεταγράφω
- ⮡ I transcribe a piano piece for the violin
- Μεταγράφω ένα κομμάτι του πιάνου για βιολί
- ≈ συνώνυμα: transliterate
- ⮡ I transcribe a piano piece for the violin
- καταγράφω ομιλία, απομαγνητοφωνώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 543. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεταγράφω