Δείτε επίσης: μετεγγράφω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταγράφω < αρχαία ελληνική μεταγράφω < μετά + γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική transcrire)

μεταγράφω (παθητική φωνή: μεταγράφομαι)

  1. αποδίδω γραπτά ένα κείμενο ή μια λέξη με άλλο σύστημα γραφής ή αλφάβητο
  2. εγγράφω κάποιον σε άλλο σύλλογο ή ομάδα, διαφορετικά απ’ αυτά που ήταν μέχρι τώρα
  3. (νομικός όρος) καταχωρίζω σε ειδικό βιβλίο του υποθηκοφυλακείου επελθούσα αλλαγή της κυριότητας ακινήτου κτήματος
  4. (καταχρηστικά) μετεγγράφω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία