μεταγράφω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταγράφω < αρχαία ελληνική μεταγράφω < μετά + γράφω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική transcrire)
Ρήμα
επεξεργασίαμεταγράφω (παθητική φωνή: μεταγράφομαι)
- αποδίδω γραπτά ένα κείμενο ή μια λέξη με άλλο σύστημα γραφής ή αλφάβητο
- εγγράφω κάποιον σε άλλο σύλλογο ή ομάδα, διαφορετικά απ’ αυτά που ήταν μέχρι τώρα
- (νομικός όρος) καταχωρίζω σε ειδικό βιβλίο του υποθηκοφυλακείου επελθούσα αλλαγή της κυριότητας ακινήτου κτήματος
- (καταχρηστικά) μετεγγράφω
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταγραμμένος / μετεγγραμμένος
- μεταγραφέας
- μεταγραφή
- μεταγραφικός
- → δείτε τις λέξεις μετά και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταγράφω | μετέγραφα | θα μεταγράφω | να μεταγράφω | μεταγράφοντας | |
β' ενικ. | μεταγράφεις | μετέγραφες | θα μεταγράφεις | να μεταγράφεις | μετάγραφε | |
γ' ενικ. | μεταγράφει | μετέγραφε | θα μεταγράφει | να μεταγράφει | ||
α' πληθ. | μεταγράφουμε | μεταγράφαμε | θα μεταγράφουμε | να μεταγράφουμε | ||
β' πληθ. | μεταγράφετε | μεταγράφατε | θα μεταγράφετε | να μεταγράφετε | μεταγράφετε | |
γ' πληθ. | μεταγράφουν(ε) | μετέγραφαν μεταγράφαν(ε) |
θα μεταγράφουν(ε) | να μεταγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετέγραψα | θα μεταγράψω | να μεταγράψω | μεταγράψει | ||
β' ενικ. | μετέγραψες | θα μεταγράψεις | να μεταγράψεις | μετάγραψε | ||
γ' ενικ. | μετέγραψε | θα μεταγράψει | να μεταγράψει | |||
α' πληθ. | μεταγράψαμε | θα μεταγράψουμε | να μεταγράψουμε | |||
β' πληθ. | μεταγράψατε | θα μεταγράψετε | να μεταγράψετε | μεταγράψτε | ||
γ' πληθ. | μετέγραψαν μεταγράψαν(ε) |
θα μεταγράψουν(ε) | να μεταγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταγράψει | είχα μεταγράψει | θα έχω μεταγράψει | να έχω μεταγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταγράψει | είχες μεταγράψει | θα έχεις μεταγράψει | να έχεις μεταγράψει | έχε μεταγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει μεταγράψει | είχε μεταγράψει | θα έχει μεταγράψει | να έχει μεταγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταγράψει | είχαμε μεταγράψει | θα έχουμε μεταγράψει | να έχουμε μεταγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταγράψει | είχατε μεταγράψει | θα έχετε μεταγράψει | να έχετε μεταγράψει | έχετε μεταγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεταγράψει | είχαν μεταγράψει | θα έχουν μεταγράψει | να έχουν μεταγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεταγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεταγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεταγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεταγραμμένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδίδω γραπτά ένα κείμενο με άλλο σύστημα γραφής