transfer (en)

  1. (μεταβατικό) μεταφέρω
  2. (μεταβατικό) μεταθέτω υπάλληλο
  3. (αθλητισμός) μεταγράφω
    ⮡  In the middle of the last season, he transferred to another team.
    Στο μέσο της τελευταίας σεζόν μεταγράφηκε σε άλλη ομάδα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

transfer (en)

  1. μεταφορά

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

transfer (ro)

  1. μεταφορά
  2. μετάθεση