transfer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtransfer (en)
- (μεταβατικό) μεταφέρω
- (μεταβατικό) μεταθέτω υπάλληλο
- (αθλητισμός) μεταγράφω
- ↪ In the middle of the last season, he transferred to another team.
- Στο μέσο της τελευταίας σεζόν μεταγράφηκε σε άλλη ομάδα.
- ↪ In the middle of the last season, he transferred to another team.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtransfer (en)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (πληροφορική) data transfer rate
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtransfer (ro)