μεταθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταθέτω < αρχαία ελληνική μετατίθημι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.taˈθe.to/
Ρήμα
επεξεργασίαμεταθέτω (μεταβατικό) , πρτ.: μετέθετα, στ.μέλλ.: θα μεταθέσω, αόρ.: μετέθεσα, παθ.φωνή: μετατίθεμαι
- τοποθετώ σε άλλο σημείο
- τοποθετώ υπάλληλο, εργαζόμενο κλπ. σε άλλη περιοχή ή σε άλλη οργανική θέση
- είναι δυσαρεστημένος γιατί τον μεταθέσανε στα σύνορα
- αλλάζω την προγραμματισμένη ημερομηνία ενός γεγονότος, εκδήλωσης, συνεδρίου κ.λπ.
- (μεταφορικά) τοποθετώ σε άλλο σημείο
- μη μεταθέτεις τις ευθύνες σου πάνω μου!
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταθέτω | μετέθετα | θα μεταθέτω | να μεταθέτω | μεταθέτοντας | |
β' ενικ. | μεταθέτεις | μετέθετες | θα μεταθέτεις | να μεταθέτεις | μετέθετε | |
γ' ενικ. | μεταθέτει | μετέθετε | θα μεταθέτει | να μεταθέτει | ||
α' πληθ. | μεταθέτουμε | μεταθέταμε | θα μεταθέτουμε | να μεταθέτουμε | ||
β' πληθ. | μεταθέτετε | μεταθέτατε | θα μεταθέτετε | να μεταθέτετε | μεταθέτετε | |
γ' πληθ. | μεταθέτουν(ε) | μετέθεταν μεταθέταν(ε) |
θα μεταθέτουν(ε) | να μεταθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετέθεσα | θα μεταθέσω | να μεταθέσω | μεταθέσει | ||
β' ενικ. | μετέθεσες | θα μεταθέσεις | να μεταθέσεις | μετέθεσε | ||
γ' ενικ. | μετέθεσε | θα μεταθέσει | να μεταθέσει | |||
α' πληθ. | μεταθέσαμε | θα μεταθέσουμε | να μεταθέσουμε | |||
β' πληθ. | μεταθέσατε | θα μεταθέσετε | να μεταθέσετε | μεταθέστε | ||
γ' πληθ. | μετέθεσαν μεταθέσαν(ε) |
θα μεταθέσουν(ε) | να μεταθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταθέσει | είχα μεταθέσει | θα έχω μεταθέσει | να έχω μεταθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταθέσει | είχες μεταθέσει | θα έχεις μεταθέσει | να έχεις μεταθέσει | έχε μετατεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει μεταθέσει | είχε μεταθέσει | θα έχει μεταθέσει | να έχει μεταθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταθέσει | είχαμε μεταθέσει | θα έχουμε μεταθέσει | να έχουμε μεταθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταθέσει | είχατε μεταθέσει | θα έχετε μεταθέσει | να έχετε μεταθέσει | έχετε μετατεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεταθέσει | είχαν μεταθέσει | θα έχουν μεταθέσει | να έχουν μεταθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μετατεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μετατεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μετατεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μετατεθειμένο |