μετατιθέμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μετατιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα μεταθέτω (μετοχή ενεστώτα του παθητικού μετατίθεμαι)
Μετοχή επεξεργασία
μετατιθέμενος, -η, -ο
- (λόγιο) που μετατίθεται
- τα κενά στα σχολεία πρόκειται να καλυφθούν από μετατιθέμενους εκπαιδευτικούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετατιθέμενος
|