Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετατιθέμενος η μετατιθέμενη το μετατιθέμενο
      γενική του μετατιθέμενου της μετατιθέμενης του μετατιθέμενου
    αιτιατική τον μετατιθέμενο τη μετατιθέμενη το μετατιθέμενο
     κλητική μετατιθέμενε μετατιθέμενη μετατιθέμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετατιθέμενοι οι μετατιθέμενες τα μετατιθέμενα
      γενική των μετατιθέμενων των μετατιθέμενων των μετατιθέμενων
    αιτιατική τους μετατιθέμενους τις μετατιθέμενες τα μετατιθέμενα
     κλητική μετατιθέμενοι μετατιθέμενες μετατιθέμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετατιθέμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα μεταθέτω (μετοχή ενεστώτα του παθητικού μετατίθεμαι)

  Μετοχή επεξεργασία

μετατιθέμενος, -η, -ο

  • (λόγιο) που μετατίθεται
    τα κενά στα σχολεία πρόκειται να καλυφθούν από μετατιθέμενους εκπαιδευτικούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία