Δείτε επίσης: Reporter, reportér
      ενικός         πληθυντικός  
reporter reporters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reporter (en) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη report



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁ(ə).pɔʁ.te/
 

reporter (fr)

  1. (μεταβατικό) μεταφέρω, αναβάλλω
  2. (pronominal: αντωνυμικό) ανατρέχω, ξαναγυρίζω
  3. (pronominal: αντωνυμικό) αναφέρομαι

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

reporter (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία