reporter
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
reporter | reporters |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
reporter (en) αρσενικό ή θηλυκό
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʁ(ə).pɔʁ.te/
ΡήμαΕπεξεργασία
reporter (fr)
Επεξεργασία
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
reporter (pl) αρσενικό
- ο ρεπόρτερ