Ετυμολογία

επεξεργασία
report < (κληρονομημένο) μέση αγγλική reporten < αγγλονορμανδική reporter < παλαιά γαλλική reporter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɻiːˈpɔː(r)t/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
report reports

report (en)

  1. το δελτίο, πληροφορία για γεγονός που ανακοινώνεται στο κοινό
    ⮡  a news/stock market price report - δελτίο ειδήσεων/τιμών χρηματιστηρίου
    ⮡  What does the weather report show for tomorrow?
    Το δείχνει το δελτίο καιρού για αύριο;
    ⮡  news reports - ειδησεογραφία
  2. η έκθεση, η αναφορά, περιγραφή κάτι που περιέχει πληροφορίες που κάποιος πρέπει να έχει
    ⮡  the annual report to shareholders - η ετήσια έκθεση πεπραγμένων προς τους μετόχους
    ⮡  a police report - αναφορά της αστυνομίας
    ⮡  I filed a report about the accident.
    Υπέβαλα μια αναφορά για το ατύχημα.
  3. η έκθεση, επίσημο έγγραφο γραμμένο από μια ομάδα ατόμων που έχουν εξετάσει μια συγκεκριμένη κατάσταση ή πρόβλημα
    ⮡  a report on the state of schools - έκθεση για την κατάσταση των σχολείων
  4. (μόνο πληθυντικός) οι διαδόσεις, ανεξακρίβωτη είδηση, φήμη
    ⮡  Don’t believe the reports.
    Μην πιστεύεις τις διαδόσεις.
    ⮡  Don’t pay attention to reports of an imminent devaluation of the national currency.
    Μη δίνετε σημασία στις διαδόσεις για επικείμενη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
  5. (βρετανική σημασία) ο μαθηματικός έλεγχος
    ⮡  the first trimester report - ο έλεγχος του πρώτου τριμήνου
     συνώνυμα: report card (αμερικανικά αγγλικά)

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας report
γ΄ ενικό ενεστώτα reports
αόριστος reported
παθητική μετοχή reported
ενεργητική μετοχή reporting

report (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναφέρω, εκθέτω, δίνω στους ανθρώπους πληροφορίες για κάτι που έχω ακούσει, δει, κάνει κτλ.
    ⮡  He reported all he had seen and heard.
    Ανέφερε όλα όσα είδε κι άκουσε.
    ⮡  He reported that he had met a bicyclist.
    Ανέφερε ότι είχε συναντήσει έναν ποδηλάτη.
    ⮡  The police reported that…
    Η αστυνομία ανέφερε ότι…
    ⮡  He reported to the Prime Minister on the economic situation.
    Εξέθεσε στον Πρωθυπουργό την οικονομική κατάσταση.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αναφέρω, παρουσιάζω γραπτή ή προφορική αφήγηση ενός γεγονότος σε εφημερίδα, τηλεόραση κτλ.
    ⮡  A newspaper reported that…
    Μια εφημερίδα ανέφερε ότι…
    ⮡  Not even one traffic accident was reported.
    Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα.
    ⮡  An earthquake was reported yesterday.
    Αναφέρθηκε χτες ένας σεισμός.
  3. (μεταβατικό) αναφέρω, λέω σε ένα άτομο με εξουσία για ένα έγκλημα, ένα ατύχημα, μια ασθένεια κτλ. ή για κάτι άσχημο που έχει κάνει κάποιος
    ⮡  I will report you to the headmaster.
    Θα σε αναφέρω στον γυμνασιάρχη.
    ⮡  I report an accident.
    Αναφέρω ένα ατύχημα.
    ⮡  Report any suspicious activity to me.
    Αναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση.
  4. (αμετάβατο) αναφέρομαι, παρουσιάζομαι σε κάποιον
    ⮡  On the first day you go, you must go and report to the Commander.
    Την πρώτη μέρα που θα πας πρέπει να πας και να αναφερθείς στον Διοικητή.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.paʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
report reports

report (fr) αρσενικό