report
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- report < (κληρονομημένο) μέση αγγλική reporten < αγγλονορμανδική reporter < παλαιά γαλλική reporter
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɻiːˈpɔː(r)t/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
report | reports |
report (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | report |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reports |
αόριστος | reported |
παθητική μετοχή | reported |
ενεργητική μετοχή | reporting |
report (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
report | reports |
report (fr) αρσενικό
- η αναβολή