Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμερικανικά αγγλικά < → δείτε τις λέξεις αμερικανικός και αγγλικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμερικανικά αγγλικά ουδέτερο πληθυντικός