πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγλικός η αγγλική το αγγλικό
      γενική του αγγλικού της αγγλικής του αγγλικού
    αιτιατική τον αγγλικό την αγγλική το αγγλικό
     κλητική αγγλικέ αγγλική αγγλικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγλικοί οι αγγλικές τα αγγλικά
      γενική των αγγλικών των αγγλικών των αγγλικών
    αιτιατική τους αγγλικούς τις αγγλικές τα αγγλικά
     κλητική αγγλικοί αγγλικές αγγλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγλικός < Άγγλ(ος) + -ικός[1]

αγγλικός, -ή -ό

  1. που έχει σχέση με την Αγγλία ή τους Άγγλους
      Μέλι στάζει ο αγγλικός Τύπος για τη σπουδαία πρόκριση της Λίβερπουλ, εκθειάζοντας τον αρχηγό Στίβεν Τζέραρντ και τον Ισπανό προπονητή της Ράφα Μπενίτεθ.
    Αγγλικός Τύπος: Ηταν μια Λίβερπουλ από τα παλιά, Η Καθημερινή, 10 Δεκεμβρίου 2004
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο

Ταυτόσημο

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγγλικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)