ιγγλέζικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιγγλέζικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰγγλέζικος < Ἰγγλέζ(ης) + -ικος < Inglese
Επίθετο
επεξεργασίαιγγλέζικος
- (παρωχημένο) ο αγγλικός
- ※ Όμως κανένας δεν πλησιάζει πιο κοντά
κανένας βέβαια δεν τολμά ν’ απλώσει χέρι
στο πολυκέφαλο, στο πολυπόδαρο θεριό
που κατεβαίνει κατά το λιμάνι
για να μπαρκαριστεί σε πλοία ιγγλέζικα.
Φόβοι τεσσάρων χρόνων μας μουδιάζουν.- 1981, Γιώργης Μανουσάκης, Ο Έξω Κόσμος
- ≈ συνώνυμα: αγγλικός, εγγλέζικος
- ※ Όμως κανένας δεν πλησιάζει πιο κοντά
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ιγγλέζικος
→ δείτε τη λέξη αγγλικός |
Πηγές
επεξεργασία- εγγλέζικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας