↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιγγλέζικος η ιγγλέζικη το ιγγλέζικο
      γενική του ιγγλέζικου της ιγγλέζικης του ιγγλέζικου
    αιτιατική τον ιγγλέζικο την ιγγλέζικη το ιγγλέζικο
     κλητική ιγγλέζικε ιγγλέζικη ιγγλέζικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιγγλέζικοι οι ιγγλέζικες τα ιγγλέζικα
      γενική των ιγγλέζικων των ιγγλέζικων των ιγγλέζικων
    αιτιατική τους ιγγλέζικους τις ιγγλέζικες τα ιγγλέζικα
     κλητική ιγγλέζικοι ιγγλέζικες ιγγλέζικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιγγλέζικος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἰγγλέζικος < Ἰγγλέζ(ης) + -ικος < Inglese

  Επίθετο

επεξεργασία

ιγγλέζικος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία