• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εγγλέζικος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
    • 1.3 Άλλες μορφές
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική εγγλέζικος εγγλέζικη εγγλέζικο
γενική εγγλέζικου εγγλέζικης εγγλέζικου
αιτιατική εγγλέζικο εγγλέζικη εγγλέζικο
κλητική εγγλέζικε εγγλέζικη εγγλέζικο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εγγλέζικοι εγγλέζικες εγγλέζικα
γενική εγγλέζικων εγγλέζικων εγγλέζικων
αιτιατική εγγλέζικους εγγλέζικες εγγλέζικα
κλητική εγγλέζικοι εγγλέζικες εγγλέζικα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εγγλέζικος < Εγγλέζος + -ικος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

εγγλέζικος, -η -ο

(λαϊκότροπο) αυτός που κατάγεται από την Αγγλία

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

εγκλέζικος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εγγλέζικος

→ δείτε τη λέξη αγγλικός

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εγγλέζικος&oldid=4797420"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Αυγούστου 2020, στις 19:13

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Αυγούστου 2020, στις 19:13.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie