αναβολή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβολή | οι | αναβολές |
γενική | της | αναβολής | των | αναβολών |
αιτιατική | την | αναβολή | τις | αναβολές |
κλητική | αναβολή | αναβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αναβολή < αρχαία ελληνική ἀναβολή
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβολή θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία μεταθέτω στο μέλλον μια ενέργεια ή μια υποχρέωση
- η υπόθεση είναι επείγουσα, δε σηκώνει άλλη αναβολή
- η αναβολή στράτευσης
- γράφτηκε σε μια σχολή μόνο και μόνο για να πάρει αναβολή
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- από αναβολή σε αναβολή
- δεν παίρνει/δεν σηκώνει/δεν χωράει (άλλη) αναβολή/αναβολές
- ζητώ αναβολή
- παίρνω αναβολή
- χωρίς αναβολή/αναβολές
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναβολή
|
Πηγές
επεξεργασία- αναβολή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αναβολή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'αναβολή'.