αναβολή
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναβολή | οι | αναβολές |
γενική | της | αναβολής | των | αναβολών |
αιτιατική | την | αναβολή | τις | αναβολές |
κλητική | αναβολή | αναβολές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναβολή < αρχαία ελληνική ἀναβολή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αναβολή θηλυκό
- η ενέργεια με την οποία μεταθέτω στο μέλλον μια ενέργεια ή μια υποχρέωση
- η υπόθεση είναι επείγουσα, δε σηκώνει άλλη αναβολή
- η αναβολή στράτευσης
- γράφτηκε σε μια σχολή μόνο και μόνο για να πάρει αναβολή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναβολή
|