Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

procrastination (en)

  • η αναβολή μιας υποχρέωσης από αδιαφορία, τεμπελιά, ανικανότητα συγκέντρωσης ή φυγοπονία/ενασχόληση με κάτι επίπονο



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

procrastination < λατινική pro + crastinus (αυριανός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
procrastination procrastinations

procrastination (fr) θηλυκό

  • η αναβολή μιας υποχρέωσης από αδιαφορία ή τεμπελιά

Συγγενικά επεξεργασία