Ουσιαστικό

επεξεργασία

procrastination (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο, κακόσημο)

  • το χασομέρι, η χρονοτριβή, αναβολή μιας υποχρέωσης από αδιαφορία, τεμπελιά, ανικανότητα συγκέντρωσης ή φυγοπονία/ενασχόληση με κάτι επίπονο
      Stop the procrastination and sit down and study!
    Άσε τα χασομέρια και κάθισε να διαβάσεις!
      Do what I’m telling you without procrastination.
    Κάνε αυτό που σου λέω χωρίς χρονοτριβή.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
procrastination procrastinations

procrastination (fr) θηλυκό

  • η αναβολή μιας υποχρέωσης από αδιαφορία ή τεμπελιά

Συγγενικά

επεξεργασία