προθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προθήκη | οι | προθήκες |
γενική | της | προθήκης | των | προθηκών |
αιτιατική | την | προθήκη | τις | προθήκες |
κλητική | προθήκη | προθήκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπροθήκη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προθήκη < προ- + -θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθήκη θηλυκό
- (έπιπλο) ειδικό έπιπλο με διάφανο (π.χ. γυάλινο) σκέπασμα ή πλευρές που χρησιμεύει στο να τοποθετούνται, να φυλάσσονται ή να εκτίθενται μέσα σ' αυτό πολύτιμα ή ευαίσθητα αντικείμενα
- ⮡ Ορισμένα εκθέματα του αρχαιολογικού μουσείου είναι τοποθετημένα μέσα σε αεροστεγείς προθήκες.
- → δείτε και τη λέξη βιτρίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προθήκη | αἱ | προθῆκαι |
γενική | τῆς | προθήκης | τῶν | προθηκῶν |
δοτική | τῇ | προθήκῃ | ταῖς | προθήκαις |
αιτιατική | τὴν | προθήκην | τὰς | προθήκᾱς |
κλητική ὦ! | προθήκη | προθῆκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προθήκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | προθήκαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαπροθήκη < αρχαία ελληνική προ- + -θήκη → δείτε τη λέξη προτίθημι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροθήκη θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προθήκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.