display
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
display | displays |
display (en)
- η απεικόνιση
- η οπτική παρουσίαση[1]
- η επίδειξη, μια περίσταση κατά την οποία δείχνω ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, συναίσθημα ή ικανότητα με τον τρόπο που συμπεριφέρομαι
- ⮡ a display of power - επίδειξη δυνάμεως
- ⮡ the display of one’s wealth - η επίδειξη πλούτου
- ⮡ Entrance is permitted only upon display of a ticket.
- Η είσοδος επιτρέπεται μόνον με την επίδειξη εισιτηρίου.
- ≈ συνώνυμα: demonstration, exhibition και show
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | display |
γ΄ ενικό ενεστώτα | displays |
αόριστος | displayed |
παθητική μετοχή | displayed |
ενεργητική μετοχή | displaying |
display (en)
- (μεταβατικό) εκθέτω, επιδεικνύω, βάζω κάτι σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να το δουν εύκολα, δείχνω κάτι
- ⮡ At museums, works of art from the past are displayed.
- Στα μουσεία εκτίθενται καλλιτεχνήματα του παρελθόντος.
- ⮡ There were paintings displayed throughout the room.
- Υπήρχαν πίνακες εκτεθειμένοι σε όλο το δωμάτιο.
- ⮡ He displayed his passport.
- Επέδειξε το διαβατήριό του.
- ⮡ At museums, works of art from the past are displayed.
- (μεταβατικό) επιδεικνύω, δείχνω ένα χαρακτηριστικό, συναίσθημα, ικανότητα ή τύπο συμπεριφοράς
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «(oπτική) παρουσίαση» από αναζήτηση « display» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πηγές
επεξεργασία- display (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- display (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319, 319-320. ISBN 9780194325684., λήμμα: επιδεικνύω, επίδειξη