Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οπτικός η οπτική το οπτικό
      γενική του οπτικού της οπτικής του οπτικού
    αιτιατική τον οπτικό την οπτική το οπτικό
     κλητική οπτικέ οπτική οπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οπτικοί οι οπτικές τα οπτικά
      γενική των οπτικών των οπτικών των οπτικών
    αιτιατική τους οπτικούς τις οπτικές τα οπτικά
     κλητική οπτικοί οπτικές οπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οπτικός < αρχαία ελληνική ὀπτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /op.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

οπτικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την όραση
  2. η παρουσίαση με εικόνες, σχεδιαγράμματα, κλπ.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οπτικός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) πρόσωπο που ασχολείται με:
    1. την εκτέλεση συνταγών που αφορούν γυαλιά οράσεως, φακούς επαφής και άλλα συναφή οπτικά μέσα
    2. την εμπορία όλων των οπτικών ειδών

  Μεταφράσεις επεξεργασία