ενικός         πληθυντικός  
opticienne opticiennes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
opticienne < optique + -ienne

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔp.ti.sjɛn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

opticienne (fr) θηλυκό (αρσενικό opticien)