opticien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔp.ti.sjɛ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | opticien | opticiens |
θηλυκό | opticienne | opticiennes |
opticien (fr) αρσενικό (θηλυκό opticienne)
Πηγές
επεξεργασία- opticien - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé