visual
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαvisual (en)
- οπτικός
- ⮡ visual field - οπτικό πεδίο
- ⮡ visual perception - οπτική αντίληψη
- ⮡ The film has a lot of visual effects.
- Η ταινία έχει πολλά οπτικά εφέ.
- ⮡ visual arts - εικαστικές τέχνες