Δείτε επίσης: démonstration
      ενικός         πληθυντικός  
demonstration demonstrations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
demonstration < demonstrate + -ion

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

demonstration (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η παρουσίαση, η ενέργεια του επιδεικνύω
    ⮡  a demonstration of military force - επίδειξη δυνάμεως
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη display
  2. η διαδήλωση