demonstration
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
demonstration | demonstrations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- demonstration < demonstrate + -ion
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdemonstration (en)
Πηγές
επεξεργασία- demonstration - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 319-320. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδειξη