διαδήλωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαδήλωση | οι | διαδηλώσεις |
γενική | της | διαδήλωσης* | των | διαδηλώσεων |
αιτιατική | τη | διαδήλωση | τις | διαδηλώσεις |
κλητική | διαδήλωση | διαδηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαδηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαδήλωση < διαδηλώ(νω) + -ση, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική manifestation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈði.lo.si/ & /ðʝaˈði.lo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δή‐λω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαδήλωση θηλυκό
- δημόσια συγκέντρωση και πορεία πλήθους ατόμων με σκοπό τη διαμαρτυρία ή τη διατύπωση αιτημάτων
- ※ Διαδηλώσεις φοβεραὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὅλην, / εἰς τὸν λαὸν οἱ ρήτορες μιλοῦν μὲ μαῦρα ροῦχα, / καὶ μόνον εἰς τῶν Ἀθηνῶν τὴν ἠρεμοῦσαν πόλιν / καμμία δὲν ἀκούεται ζητωκραυγὴ καὶ γιοῦχα. (Γεώργιος Σουρής, Της ημέρας, 1883)
- δημόσια έκφραση με έντονο και θορυβώδη τρόπο
- γνωμοδοτική αρμοδιότητα ελεγκτικού συνεδρίου που αφορά τη σύνταξη και υποβολή έκθεσης προς τη Βουλή των Ελλήνων για απολογισμό και ισολογισμό
Συνώνυμα
επεξεργασία- κινητοποίηση
- πορεία
- συλλαλητήριο
- πικετοφορία
- διατράνωση
- αντιδιαδήλωση
- διατυμπάνιση
- διαλάλημα
- διαλάληση
- διασάλπιση
- σάλπισμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαδήλωση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διαδήλωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας