Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασάλπιση οι διασαλπίσεις
      γενική της διασάλπισης* των διασαλπίσεων
    αιτιατική τη διασάλπιση τις διασαλπίσεις
     κλητική διασάλπιση διασαλπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασαλπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διασάλπιση < διασαλπίζω + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈsal.pi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐σάλ‐πι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διασάλπιση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα ή ενέργεια του διασαλπίζω
    ※  Το λεύκωμα κατέστρωσε μια παρέα από νέους Ανδριώτες στο τέλος της Κατοχής. Τον τόνο του δίνει σαφώς η αντιστασιακή διάθεση, η διασάλπιση του αιτήματος της ελευθερίας που συνδυάζεται με την εύλογη για τη χρονική στιγμή φιλοπατρία και ελληνολατρία.
    Βιβλίο: Νέες Εκδόσεις, Η Καθημερινή, 9 Μαρτίου 2014

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία