διαδηλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαδηλώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαδηλ(ῶ) (συνηρημένου τύπου του διαδηλόω) + -ώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.ðiˈlo.no/ & /ðʝa.ðiˈlo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐δη‐λώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαδηλώνω, αόρ.: διαδήλωσα, παθ.φωνή: διαδηλώνομαι, π.αόρ.: διαδηλώθηκα, μτχ.π.π.: διαδηλωμένος
- δημοσιοποιώ τη στάση μου ή τα συναισθήματά μου σε σχέση με κάτι
- συμμετέχω σε συλλαλητήριο, κάνω διαδήλωση εκφράζοντας μια κοινή γνώμη
Συγγενικά
επεξεργασία- διαδήλωση
- διαδηλωτής και διαδηλώτρια
- → και δείτε τη λέξη δηλώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαδηλώνω | διαδήλωνα | θα διαδηλώνω | να διαδηλώνω | διαδηλώνοντας | |
β' ενικ. | διαδηλώνεις | διαδήλωνες | θα διαδηλώνεις | να διαδηλώνεις | διαδήλωνε | |
γ' ενικ. | διαδηλώνει | διαδήλωνε | θα διαδηλώνει | να διαδηλώνει | ||
α' πληθ. | διαδηλώνουμε | διαδηλώναμε | θα διαδηλώνουμε | να διαδηλώνουμε | ||
β' πληθ. | διαδηλώνετε | διαδηλώνατε | θα διαδηλώνετε | να διαδηλώνετε | διαδηλώνετε | |
γ' πληθ. | διαδηλώνουν(ε) | διαδήλωναν διαδηλώναν(ε) |
θα διαδηλώνουν(ε) | να διαδηλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαδήλωσα | θα διαδηλώσω | να διαδηλώσω | διαδηλώσει | ||
β' ενικ. | διαδήλωσες | θα διαδηλώσεις | να διαδηλώσεις | διαδήλωσε | ||
γ' ενικ. | διαδήλωσε | θα διαδηλώσει | να διαδηλώσει | |||
α' πληθ. | διαδηλώσαμε | θα διαδηλώσουμε | να διαδηλώσουμε | |||
β' πληθ. | διαδηλώσατε | θα διαδηλώσετε | να διαδηλώσετε | διαδηλώστε | ||
γ' πληθ. | διαδήλωσαν διαδηλώσαν(ε) |
θα διαδηλώσουν(ε) | να διαδηλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαδηλώσει | είχα διαδηλώσει | θα έχω διαδηλώσει | να έχω διαδηλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διαδηλώσει | είχες διαδηλώσει | θα έχεις διαδηλώσει | να έχεις διαδηλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διαδηλώσει | είχε διαδηλώσει | θα έχει διαδηλώσει | να έχει διαδηλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαδηλώσει | είχαμε διαδηλώσει | θα έχουμε διαδηλώσει | να έχουμε διαδηλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διαδηλώσει | είχατε διαδηλώσει | θα έχετε διαδηλώσει | να έχετε διαδηλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαδηλώσει | είχαν διαδηλώσει | θα έχουν διαδηλώσει | να έχουν διαδηλώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαδηλώνομαι | διαδηλωνόμουν(α) | θα διαδηλώνομαι | να διαδηλώνομαι | ||
β' ενικ. | διαδηλώνεσαι | διαδηλωνόσουν(α) | θα διαδηλώνεσαι | να διαδηλώνεσαι | ||
γ' ενικ. | διαδηλώνεται | διαδηλωνόταν(ε) | θα διαδηλώνεται | να διαδηλώνεται | ||
α' πληθ. | διαδηλωνόμαστε | διαδηλωνόμαστε διαδηλωνόμασταν |
θα διαδηλωνόμαστε | να διαδηλωνόμαστε | ||
β' πληθ. | διαδηλώνεστε | διαδηλωνόσαστε διαδηλωνόσασταν |
θα διαδηλώνεστε | να διαδηλώνεστε | (διαδηλώνεστε) | |
γ' πληθ. | διαδηλώνονται | διαδηλώνονταν διαδηλωνόντουσαν |
θα διαδηλώνονται | να διαδηλώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διαδηλώθηκα | θα διαδηλωθώ | να διαδηλωθώ | διαδηλωθεί | ||
β' ενικ. | διαδηλώθηκες | θα διαδηλωθείς | να διαδηλωθείς | διαδηλώσου | ||
γ' ενικ. | διαδηλώθηκε | θα διαδηλωθεί | να διαδηλωθεί | |||
α' πληθ. | διαδηλωθήκαμε | θα διαδηλωθούμε | να διαδηλωθούμε | |||
β' πληθ. | διαδηλωθήκατε | θα διαδηλωθείτε | να διαδηλωθείτε | διαδηλωθείτε | ||
γ' πληθ. | διαδηλώθηκαν διαδηλωθήκαν(ε) |
θα διαδηλωθούν(ε) | να διαδηλωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διαδηλωθεί | είχα διαδηλωθεί | θα έχω διαδηλωθεί | να έχω διαδηλωθεί | διαδηλωμένος | |
β' ενικ. | έχεις διαδηλωθεί | είχες διαδηλωθεί | θα έχεις διαδηλωθεί | να έχεις διαδηλωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διαδηλωθεί | είχε διαδηλωθεί | θα έχει διαδηλωθεί | να έχει διαδηλωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διαδηλωθεί | είχαμε διαδηλωθεί | θα έχουμε διαδηλωθεί | να έχουμε διαδηλωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διαδηλωθεί | είχατε διαδηλωθεί | θα έχετε διαδηλωθεί | να έχετε διαδηλωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διαδηλωθεί | είχαν διαδηλωθεί | θα έχουν διαδηλωθεί | να έχουν διαδηλωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διαδηλωμένος - είμαστε, είστε, είναι διαδηλωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διαδηλωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διαδηλωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διαδηλωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διαδηλωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διαδηλωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διαδηλωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κάνω γνωστή τη στάση μου
συμμετέχω σε διαδήλωση