Ετυμολογία

επεξεργασία

διαδηλώνω, αόρ.: διαδήλωσα, παθ.φωνή: διαδηλώνομαι, π.αόρ.: διαδηλώθηκα, μτχ.π.π.: διαδηλωμένος

  1. δημοσιοποιώ τη στάση μου ή τα συναισθήματά μου σε σχέση με κάτι
     συνώνυμα: διαλαλώ, διατυμπανίζω, κοινοποιώ
  2. συμμετέχω σε συλλαλητήριο, κάνω διαδήλωση εκφράζοντας μια κοινή γνώμη

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία