διατυμπανίζω
![]() |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατυμπανίζω < διά + τυμπανίζω μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική tympaniser
Ρήμα
επεξεργασίαδιατυμπανίζω (παθητική φωνή: διατυμπανίζομαι)
- γνωστοποιώ επιδεικτικά κάτι σε πολλούς, ενώ δεν θα έπρεπε
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διατυμπανίζω | διατυμπάνιζα | θα διατυμπανίζω | να διατυμπανίζω | διατυμπανίζοντας | |
β' ενικ. | διατυμπανίζεις | διατυμπάνιζες | θα διατυμπανίζεις | να διατυμπανίζεις | διατυμπάνιζε | |
γ' ενικ. | διατυμπανίζει | διατυμπάνιζε | θα διατυμπανίζει | να διατυμπανίζει | ||
α' πληθ. | διατυμπανίζουμε | διατυμπανίζαμε | θα διατυμπανίζουμε | να διατυμπανίζουμε | ||
β' πληθ. | διατυμπανίζετε | διατυμπανίζατε | θα διατυμπανίζετε | να διατυμπανίζετε | διατυμπανίζετε | |
γ' πληθ. | διατυμπανίζουν(ε) | διατυμπάνιζαν διατυμπανίζαν(ε) |
θα διατυμπανίζουν(ε) | να διατυμπανίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διατυμπάνισα | θα διατυμπανίσω | να διατυμπανίσω | διατυμπανίσει | ||
β' ενικ. | διατυμπάνισες | θα διατυμπανίσεις | να διατυμπανίσεις | διατυμπάνισε | ||
γ' ενικ. | διατυμπάνισε | θα διατυμπανίσει | να διατυμπανίσει | |||
α' πληθ. | διατυμπανίσαμε | θα διατυμπανίσουμε | να διατυμπανίσουμε | |||
β' πληθ. | διατυμπανίσατε | θα διατυμπανίσετε | να διατυμπανίσετε | διατυμπανίστε | ||
γ' πληθ. | διατυμπάνισαν διατυμπανίσαν(ε) |
θα διατυμπανίσουν(ε) | να διατυμπανίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διατυμπανίσει | είχα διατυμπανίσει | θα έχω διατυμπανίσει | να έχω διατυμπανίσει | ||
β' ενικ. | έχεις διατυμπανίσει | είχες διατυμπανίσει | θα έχεις διατυμπανίσει | να έχεις διατυμπανίσει | έχε διατυμπανισμένο | |
γ' ενικ. | έχει διατυμπανίσει | είχε διατυμπανίσει | θα έχει διατυμπανίσει | να έχει διατυμπανίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διατυμπανίσει | είχαμε διατυμπανίσει | θα έχουμε διατυμπανίσει | να έχουμε διατυμπανίσει | ||
β' πληθ. | έχετε διατυμπανίσει | είχατε διατυμπανίσει | θα έχετε διατυμπανίσει | να έχετε διατυμπανίσει | έχετε διατυμπανισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν διατυμπανίσει | είχαν διατυμπανίσει | θα έχουν διατυμπανίσει | να έχουν διατυμπανίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διατυμπανισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διατυμπανισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διατυμπανισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διατυμπανισμένο |
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διατυμπανίζω
|