↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συλλαλητήριο τα συλλαλητήρια
      γενική του συλλαλητηρίου
συλλαλητήριου
των συλλαλητηρίων
    αιτιατική το συλλαλητήριο τα συλλαλητήρια
     κλητική συλλαλητήριο συλλαλητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συλλαλητήριο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συλλαλητήρι(ον) (μαρτυρείται από το 1871) [1] + -ο < ελληνιστική κοινή συλλαλέω / συλλαλῶ, συλλαλη- + -τήριο [2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.la.liˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συλ‐λα‐λη‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συλλαλητήριο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν και λαλάω / λαλώ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 943, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. συλλαλητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας